- μαντηΐη
- μαντ-ηΐη, [suff] μαντ-ήϊον, [suff] μαντ-ήϊος, [dialect] Ion. for μαντεία, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαντηίη — μαντηΐη, ἡ (Α) ιων. τ. βλ. μαντεία … Dictionary of Greek
μαντηίη — μαντεία prophetic power fem nom/voc sg (epic ionic) μαντηΐη , μαντεῖος oracular fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαντεία — η (AM μαντεία, Α επικ. τ. μαντείη, ιων. τ. μαντηΐη, Μ και μαντειά) [μαντεύω] 1. το να προλέγει κάποιος αυτά που πρόκειται να συμβούν ή να αποκαλύπτει τα άγνωστα, η προφητική δύναμη, η μαντική ιδιότητα, η μαντική τέχνη («μαντείας... δεῑται ὅ,τι… … Dictionary of Greek